αβαντάζ

αβαντάζ
το (άκλιτ.)
πλεονέκτημα, κέρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. avantage].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αβαντάζ — το (λ. γαλλ.), πλεονέκτημα: Ήταν μεγάλο αβαντάζ που γνώριζε τη γλώσσα του τόπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”